Κ
κινούμαι με έλκηθρο
Guest
sled, go sledding, UK: sledge, go sledging vi | US (travel on a sledge) (διαδικασία) | κάνω έλκηθρο ρ έκφρ |
(μετακίνηση) | κινούμαι με έλκηθρο περίφρ | |
We sledded down the hill all afternoon. | ||
Κάναμε έλκηθρο στο λόφο όλο το απόγευμα. |